ἀσυντόνως

French (Bailly abrégé)

adv.
sans énergie, mollement;
Sp. ἀσυντονώτατα.
Étymologie: , σύντονος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυντόνως: вяло, медленно (ἀσυντονώτατα πρός τι ἔχειν Xen.).