σύντονος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντονος Medium diacritics: σύντονος Low diacritics: σύντονος Capitals: ΣΥΝΤΟΝΟΣ
Transliteration A: sýntonos Transliteration B: syntonos Transliteration C: syntonos Beta Code: su/ntonos

English (LSJ)

σύντονον,
A strained tight, ἔχειν τὸ σύντονον = to be strained tight, X. Cyn.6.7; χορδὴν κατατείνας σ. Arist.GA787b23.
II intense, κεφαλῆς πόνος Hp.Coac.156; ἐπιθυμίαι τε καὶ ἔρωτες Pl.Lg.734a; σπουδή, ὄρεξις, Epicur.Sent.30, Fr.483; ὀργαί, δείματα, Ti.Locr.102e, 104d; βήξ Aret.SA2.2.
2 of actions and the like, impetuous, eager, συντόνῳ χερὶ λύει τὸν αὑτῆς πέπλον S.Tr.923; συντόνῳ.. αὐλῶν πνεύματι E.Ba.126 (lyr.); σύντονα δραμήματα ib.1091; τάχος συντονώτερον Epicur.Ep.2p.46U.; οἱ ἀπὸ κραιπάλης γέμοντες συντόνοις κινήσεσιν ἐλέγχονται jerking or violent movements, Sor.1.26, cf. Gal.6.153,413 (Comp.); τοῦ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῖ ποιεῖσθαι Diocl.Fr.141; σύντονον πῦρ Arist.HA560b2; σύντονος πορεία = forced march, Plb.5.47.4.
3 of persons, earnest, eager, vehement, ἀνδρεῖος ὢν.. καὶ σύντονος Pl.Smp. 203d, cf. Arist.EN1125a15; τὰ περὶ τὴν δίαιταν ἀκριβὴς καὶ σύντονος Plu.Cat.Mi.3.
4 of Music, Μοῦσα σύντονος severe, opp. ἀνειμένη, Pratin.Lyr.5; τῶν Μουσῶν αἱ συντονώτεραι (sc. Heraclitus), opp. μαλακώτεραι, Pl.Sph.242e; σύντονοι ἁρμονίαι, opp. ἀνειμέναι καὶ μαλακαί, Arist.Pol.1342b21, cf. a24, 1290a27: metaph., συντονωτέραν ποιεῖν τὴν πολιτείαν ib.1304a21.
5 of sound, also, high-pitched, acute, opp. βαρύς, ὀξύς, Id.GA787a1, Pr.904b23; οἰμωγά Tim.Pers.181.
III in harmony, accordant with, only Ps.-E.IA118 (anap.).
IV Adv. συντόνως = intensely, earnestly, βλέπειν, μένειν, Pl.Phdr.253a, R.539d; συντόνως ἰέναι = eagerly, rapidly, Id.Ti.88a; κτείνοντα συντόνως, of poisons, Diocl. Fr.145; τρέχειν, βαδίζειν, Arist.Pr.882b1, MM1188b22 (Comp.), al.; πορεύεσθαι Diocl.Fr.142; ὁδοιπορεῖν Gal.16.496; διογκούμενοι συντόνως οἱ μαστοί Sor.1.76; συντόνως ζῆν live strictly, Pl.R. 619b; ὀργίζεσθαι Phld.Ir. p.95 W.: also neut. pl. σύντονα = intently, carefully, E.Hipp.1361 (lyr.): Comp. συντονώτερον Arist.Pol.1312b28, etc.; also συντονωτέρως Thphr. Vent.58: Sup. συντονώτατα, τὸ θεῖον θεραπεύων Eun.VSp.502 B.

German (Pape)

[Seite 1036] gespannt, angespannt, angestrengt, συντόνῳ χερὶ λύει τὸν αὑτῆς πέπλον, Soph. Trach. 919; συντόνοις δραμήμασιν, Eur. Bacch. 1089; daher kräftig, stark, in hohem Grade vorhanden, von Menschen, καὶ ἀνδρεῖος ὤν, Plat. Conv. 203 d; und bes. Leidenschaften, ὀργαί, Tim. Locr. 102 e; δείματα, 104 c; ἔρωτες, Legg. V, 734 a; συντονώτεραι Μουσῶν, Gegensatz der μαλακώτεραι, Soph. 242 e; auch adv., συντόνως πρὸς τὸν θεὸν βλέπειν, Phaedr. 253 a; ζῆν, streng leben, Rep. X, 619 b; μοῦσα, im Gegensatz von ἀνειμένη, Pratin. bei Ath. XIV, 624 f; πορεία, ein angestrengter Eilmarsch, Pol. 5, 47, 4, u. ähnlich ἐχρῆτο τῇ πορείᾳ συντόνως, 8, 28, 4; – übereinstimmend, σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν, Eur. I. A. 118.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. fortement tendu, d'où
1 intense, véhément : συντόνῳ χερί SOPH d'une main rapide et assurée;
2 diligent, actif, ardent;
II. qui résonne d'accord, qui est d'accord avec, τινι.
Étymologie: συντείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντονος -ον [συντείνω] strak gespannen krachtig, energiek, onstuimig:; συντόνῳ χερί met een heftig gebaar Soph. Tr. 923; ook adv.. τὸ συντόνως ἠναγκάσθαι πρὸς τὸν θεὸν βλέπειν het met kracht gedwongen zijn naar de god te kijken Plat. Phaedr. 253a. van stijl streng, ernstig, strak:; συντονωτέραν ποιῆσαι τὴν πολιτείαν de staatsinrichting strakker maken Aristot. Pol. 1304a21; ook adv. συντόνως ζῆν op een ernstige manier leven Plat. Resp. 619b van gevoelens en ziektes hevig, intens:. ἐπιθυμίαι καὶ ἔρωτες begeerten en liefdes Plat. Lg. 734a. van geluid schel, hoog. in overeenstemming met, met dat.. Eur. IA 118. met gespannen spieren:. σύντονα … ἕλκετε sleept met aangespannen spieren (d.w.z. omzichtig) Eur. Hipp. 1361.

Russian (Dvoretsky)

σύντονος:
1 натянутый, напряженный, тугой (χορδή Arst.);
2 стремительный, бурный (ἐπιθυμίαι Plat.; δρομήματα Eur.);
3 ускоренный, форсированный (πορεία Polyb.);
4 сильный, мощный (χείρ Eur.; πῦρ Arst.);
5 серьезный, строгий, решительный (ἀνδρεῖος καὶ σ. Plat.; ἀκριβὴς καὶ σ. Plut.);
6 созвучный, стройный (τὸ αὐλῶν πνεῦμα Eur.);
7 согласованный, совпадающий: σύντονα τοῖς γράμμασιν αὐδᾶν Eur. говорить в соответствии с написанным;
8 резкий (sc. φωνή Arst.).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύντονος, -ον, ΝΜΑ συντείνω
επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῦ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῖ ποιεῖσθαι», Διοκλ.)
νεοελλ.
έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια»)
αρχ.
1. τεταμένος, τεντωμένος
2. (για ήχο) οξύς
3. ορμητικός, σφοδρός (α. «συντόνῳ χερὶ λύει τὸν αὑτῆς πέπλον», Σοφ.
β. «ὅταν ἕψη μαλακῶς καὶ μὴ συντόνῳ τῷ πυρί», Αριστοτ.)
4. (για πρόσ.) α) ισχυρός, δυνατός
β) αυστηρός («αἱ συντονώτεραι τῶν Μουσῶν αἱ δὲ μαλακώτεραι», Πλάτ.)
5. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία ή σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («ἵνα καὶ γλώσσῃ σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν αὐδῶ», Ψευρ.).
επίρρ...
συντόνως ΝΜΑ
κατά τρόπο σύντονο, με ζήλο
αρχ.
1. ορμητικά
2. με αυστηρότητασυντόνως ζῶντι κεῖται βίος ἀγαπητός», Πλάτ.).

Greek Monotonic

σύντονος: -ον (συντείνω),·
I. αυτός που έχει τεντωθεί με δύναμη· ἔχειν τὸ σύντονον, τεντώνομαι με δύναμη, σε Ξεν.
II. 1. έντονος, ορμητικός, πρόθυμος, σφοδρός, βίαιος, σε Σοφ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σπουδαίος, σημαντικός, σοβαρός, αυστηρός, σφοδρός, ορμητικός, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για τη μουσική, σοβαρή, σφοδρή, έντονη, σε Αριστ.· επίρρ. -νως, με προθυμία, με ζήλο ή με ορμή, σε Πλάτ.· ομοίως ουδ. πληθ. σύντονα, σε Ευρ.· συγκρ. -ώτερον, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σύντονος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς τεταμένος, τανυσμένος δυνατά, ὅπως ἄν... ἔχωσι τὸ σύντονον, διὰ νὰ τεντώνωνται δυνατά, Ξενοφ. Κυν. 6. 7· κατατείνας χορδὴν σ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 18. ΙΙ. συντεταμένος, ὀξύς, πόνος Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143· ἐπιθυμίαι τε καὶ ἔρωτες Πλάτ. Νόμ. 734Α· ὀργαί, δείματα Τίμ. Λοκρ. 102Ε, 104C· βὴξ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2. 2) ἐπὶ ἐνεργειῶν καὶ τῶν τοιούτων, ὁρμητικός, σφοδρός, πρόθυμος, συντόνῳ χερὶ λύει τὸν αὐτῆς πέπλον Σοφ. Τρ. 919· συντόνῳ… αὐλῶν πνεύματι Εὐρ. Βάκχ. 126· σ. δρομήματα αὐτόθι 1091· σ. πῦρ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 2, 18· σ. πορεία, ἐσπευσμένη, Πολύβ. 5. 47, 4. 3) ἐπὶ προσώπων, σπουδαῖος, αὐστηρός, σφοδρός, ὁρμητικός, ἀνδρεῖος ὤν… καὶ ξ. Πλάτ. Συμπ. 203D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34· ἀκριβὴς καὶ σ. περί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 3· οὕτω καί, συντονώτερον ποιεῖν τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 4, 8. 4) ἐπὶ μουσικῆς, Μοῦσα σ., σπουδαία, σφοδρά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνειμένη, Πρατίνας 5· Μοῦσαι συντονώτεραι, ἀντίθετον τῷ μαλακώτεραι, Πλάτ. Σοφιστ. 242Ε· σ. ἁρμονίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνειμέναι καὶ μαλακαί, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 3, 8, πρβλ. 8. 7, 7. 5) ἐπὶ ἤχου, ὡσαύτως, ἰσχυρός, ἐπιτεταμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύς, ὀξύς, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 6, πρβλ. Πρβλ. 11. 50, Ἀρχ. Μουσ. ΙΙΙ. ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ πρός τινα, σύμφωνος, μόνον παρὰ τῷ Ψευδοευρ. Ι. Α. 116. IV. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον σύντονον, βλέπειν, μένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 253Α· Πολ. 539D σ. ἰέναι, προθύμως ἢ ὁρμητικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 88Α· τρέχειν, βαδίζειν Ἀριστ. Προβλ. 5. 16, κ. ἀλλ.· σ. ζῆν, αὐστηρῶς, Πλάτ. Πολ. 629Β· ― ὡσαύτως, σύντονα Εὐρ. Ἱππ. 1361. ― Συγκρ. -ώτερον, Ἀριστ. Πολ. 5. 10. 34, κτλ.· ὡσαύτως -ωτέρως, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 58.

Middle Liddell

σύντονος, ον, συντείνω
I. strained tight, ἔχειν τὸ ς. to be strained tight, Xen.
II. intense, impetuous, violent, Soph.
2. of persons, earnest, serious, severe, vehement, Plat., etc.: so of Music, severe, Arist.:—adv. -νῶς, intensely, eagerly, severely, Plat.; so neut. pl., σύντονα Eur.:—comp. -ώτερον, Arist.

English (Woodhouse)

eager, earnest, energetic, excited, impassioned, impetuous, intense, vehement, highly strung

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τανυσμένος, δυνατός, ὁρμητικός). Ἀπό τό συντείνω (=δυναμώνω) → σύν + τείνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.