ἀτέρεμνος

English (LSJ)

ον, = ἀτέραμνος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 385] = ἀτέραμνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέρεμνος: -ον, = ἀτέραμνος, - «ἀτέρεμνα· τὰ μὴ ἑψόμενα ὄσπρια» Ἡσύχ.