ἀτέραμνος

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέραμνος Medium diacritics: ἀτέραμνος Low diacritics: ατέραμνος Capitals: ΑΤΕΡΑΜΝΟΣ
Transliteration A: atéramnos Transliteration B: ateramnos Transliteration C: ateramnos Beta Code: a)te/ramnos

English (LSJ)

ἀτέραμνον,
A unsoftened, hard, ὕδατα ib.1, Arist.GA767a34; πέτρα Theoc.10.7; ἀτέραμνος κοιλία costive, Hp.Aër.4; of food that will not cook, Plu.2.701c, Gal.17(2).157.
II metaph., stubborn, unfeeling, merciless, κῆρ Od.23.167; ὀργή A.Pr.192; βροντῆς μύκημ' ἀτέραμνον ib. 1062.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀτέρεμνος Hsch.
I 1duro ὕδατα Hp.Aër.1, Arist.GA 767a34, Thphr.Fr.159.25, πέτρα Theoc.10.7, cf. Hsch.
de alimentos resistente a la cocción Plu.2.701c (cód.), Gal.17(2).157, esp. de las legumbres, Hsch.
2 estreñido κοιλία Hp.Aër.4.
II fig. duro, implacable κῆρ Od.23.167, ὀργή A.Pr.190, βροντῆς μύκημ' ἀτέραμνον A.Pr.1062
subst. τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Plb.4.21.4, cf. Ph.2.244.
• Etimología: Comp. c. ἀ- priv. a partir de τεράμων de la raíz de τείρω q.u.

German (Pape)

[Seite 385] unerweicht, hart, VLL. δυσμετάβλητος (vgl. τέρην); κῆρ Od. 23, 167; ὀργή Aesch. Prom. 190; βροντῆς μύκημα 1064; πέτρα Theocr. 10, 7; τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Pol. 4, 21; vom Wasser, Arist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cru, dur ; fig. κῆρ ἀτέραμνον OD cœur qui ne se laisse point attendrir ; ἀτέραμνος ὀργή ESCHL colère implacable.
Étymologie: , τείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτέραμνος:
1 жесткий (ὕδατα Arst.);
2 твердый (πέτρα Theocr.; λίθοι Plut.);
3 суровый, неумолимый, грозный (κῆρ Hom.; ὀργή, βροντῆς μύκημα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέραμνος: -ον, μὴ μαλακυνθείς, τραχύς, ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4, 2, 8· ἀτ. κοιλία, ἀνέκριτος κοιλία, ἔμφραξις, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. 282. ΙΙ. μεταφ. ἀνοικτίρμων, σκληρός, ἀνηλεής, Κῆρ’ Ὀδ. Ψ. 167· ὀργή, βροντὴ Αἰσχύλ. Πρ. 190, 1062.

English (Autenrieth)

(τείρω): hard, inexorable, Od. 23.167†.

Greek Monolingual

ἀτέραμνος, -ον (Α)
1. τραχύς, σκληρός
2. (για σωματικές λειτουργίες) εκείνος που παρουσιάζει δυσκαμψία ή δυσλειτουργία
3. (για όσπρια) αυτός που βράζει δύσκολα, ο κακόβραστος
4. σκληρός, άκαμπτος, ανηλεήςλέξη και στον Παπαδιαμάντη, «πέλαγος άπειρον και ατέραμνον» — φοβερό, ανελέητο, πάντα φουρτουνιασμένο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (ουδ.) τέραμα (πρβλ. τείρω «θλίβω, κατατρίβω», τέρην «μαλακός, λεπτός», τεράμων «απαλός, τρυφερός») + (επίθημα) -mno- (πρβλ. απάλαμνος)].

Greek Monotonic

ἀτέραμνος: -ον (τέρην), αυτός που δεν γίνεται μαλακός· μεταφ., πείσμων, σκληρός, ανηλεής, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: hard, stubborn, merciless (Od.).
Other forms: ἀτεράμων (Ar.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Analyzed as α privativum and a noun *τέραμα, from the root of τείρω, τέρην, so not weak; s. Frisk, Adj. priv. 5f., Sommer, Nominalkomp. 11 n. 2. But there is no evidence for *h₂ in this root (rather for *h₁), Pok. 1071; there is an adj. τεράμων (q.v.), but Frisk and Chantr. think that it may be secondarily derived from ἀτέραμνος. A form in -αμνος suggests substr. origin.

Middle Liddell

τέρην
unsoftened: metaph. stubborn, unfeeling, merciless, Od., Aesch.

Frisk Etymology German

ἀτέραμνος: {atéramnos}
Meaning: hart, unerbittlich (ion. poet. seit Od., Arist. usw.).
Derivative: Davon die Abstrakta ἀτεραμνία (Hp.), ἀτεραμνότης (Thphr.) und das erweiterte Adj. ἀτεραμνώδης (Gal.).
Etymology: Von α privativum und einem Nomen *τέραμα (s. τείρω, τέρην), eig. ohne Aufreibung; s. Frisk Adj. priv. 5f., Sommer Nominalkomp. 11 A. 2. — Neben ἀτέραμνος steht in derselben Bedeutung das themavokallose ἀτεράμων (Ar., Pl., Thphr. u. a.).
Page 1,178

Translations

pitiless

Armenian: վատասիրտ, քար; Belarusian: бязлі́тасны, неміласэрны; Bulgarian: безмилостен; Czech: nelítostný, nemilosrdný; Dutch: meedogenloos, onbarmhartig; Esperanto: senkompata; Faroese: miskunnarleysur, eirindaleysur; Finnish: armoton; French: impitoyable; Friulian: crudêl; Georgian: შეუბრალებელი, ულმობელი; German: erbarmungslos, unbarmherzig; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀνελέητος, ἀνηλέητος, ἀνηλεγής, ἀνηλεής, ἀνηλής, ἀνοικτίρμων, ἀνοίκτιστος, ἄνοικτος, ἀπαραίτητος, ἀπηλεγής, ἄστοργος, ἀσύγκλαστος, ἄτεγκτος, ἀτέραμνος, ἀφιλοικτίρμων, δυσάλγητος, δυσπαραίτητος, νηλειής, νηλεόθυμος, νηλής, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τλασίφρων; Irish: cruachroíoch; Italian: spietato, crudele, impietoso; Latin: torvus, immisericors; Manx: neuerreeishagh; Polish: bezlitosny, niemiłosierny; Portuguese: impiedoso, desapiedado; Russian: безжалостный, немилосердный; Scottish Gaelic: neo-thruacanta, mì-chneasta; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏човечан, не̏човјечан, не̏милосрдан; Roman: nȅčovečan, nȅčovječan, nȅmilosrdan; Slovak: neľútostný; Spanish: despiadado; Swedish: skoningslös; Ukrainian: безжалісний, безжальний, немилосердний

merciless

Bulgarian: безмилостен; Catalan: despietat; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 無情, 无情; Czech: nemilosrdný; Danish: nådesløs; Dutch: genadeloos; Finnish: armoton, säälimätön; French: impitoyable; German: gnadenlos; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀνελεήμων, ἀνελήμων, ἄσπλαγχνος, ἀσύγκλαστος; Hindi: निर्दय, निष्ठुर; Hungarian: kegyetlen, könyörtelen; Indonesian: sadis; Italian: spietato, crudele; Japanese: 無慈悲, 容赦ない; Korean: 무자비하다; Latin: immisericors; Norwegian Bokmål: nådeløs; Nynorsk: nådelaus; Polish: bezlitosny, niemiłosierny, bezpardonowy, bezwzględny; Portuguese: impiedoso, imisericordioso; Russian: беспощадный, безжалостный; Scottish Gaelic: mì-chneasta; Spanish: despiadado, inmisericorde; Swedish: skoningslös, obarmhärtig; Tagalog: walang awa; Turkish: acımasız; Ukrainian: безжалісний, безжальний, безпощадний

constipated

Cornish: trethtegys; Dutch: verstopt; French: constipé; English: constipated, costive; German: verstopft; Greek: δυσκοίλιος; Ancient Greek: ἀτέραμνος, βεβαλανωμένος, δυσκοίλιος, στεγνοκοίλιος, στεγνός; Irish: iata, ceangailte sa chorp, crua sa chorp, crua sa bholg; Maori: kōroke, tina; Ngazidja Comorian: na nkoma; Spanish: estreñido, constipado; Swedish: förstoppad; Vietnamese: táo bón