ἀτεχνίτευτος
English (LSJ)
[ῑ], ον, artless, simple, D.H.Lys.8:—hence Verb ἀτεχνιτεύομαι, Hsch. s.v. ἐρρωπίζομεν.
Spanish (DGE)
-ον
trabajado sin arte en ret., del estilo, D.H.Lys.8.
German (Pape)
[Seite 385] ungekünstelt, einfach, χαρακτήρ Dion. Hal. iud. de Lys. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεχνίτευτος: -ον, ἄτεχνος, ἁπλοῦς, Διον, Ἁλ. π. Λυσ. 8· - τὸ ῥῆμ. -ιτεύομαι, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἐρρωπίζομεν.
Greek Monolingual
ἀτεχνίτευτος, -ον (Α)
ανεπιτήδευτος, απλός.