ἀτεχνολόγητος

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεχνολόγητος: -ον, οὐχὶ τεχνητός, Βασίλ. τ. 3 σ. 5D.

Spanish (DGE)

-ον
no artificioso ἁπλῆ καὶ ἀ. τοῦ πνεύματος διδασκαλία Basil.M.32.76C, τοῦ θεοῦ δύναμις Gr.Nyss.Bapt.Chr.p.227.