ἀτιμαστής

English (LSJ)

ἀτιμαστοῦ, ὁ, = ἀτιμαστήρ (dishonourer, dishonorer), Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου insultante, Gloss.2.115.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀτιμαστής) ατιμάζω
αυτός που επιφέρει καταισχύνη, που ντροπιάζει κάποιον ή κάτι.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, VLL, der Entehrer.