ἀτμεύω

English (LSJ)

for ἀτμενεύω, to be a slave, Nic.Al.172.

Spanish (DGE)

ser esclavo c. dat. θάλασσαν, ἣν (...) ἀτμεύειν ἀνέμοις πόρεν Ἐννοσίγαιος Nic.Al.172.

German (Pape)

[Seite 387] (für ἀτμενεύω), Knecht sein, dienen, θάλασσαν ἀτμεύειν ἀνέμοις πόρεν Ἐννοσίγαιος Nic. Al. 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμεύω: ἀντὶ ἀτμενεύω, εἶμαι δοῦλος, δουλεύω, Νικ. Ἀλεξιφ. 172.