ἀτοκί

English (LSJ)

Adv. of ἄτοκος, D.C.58.21,PTeb.342.30 (ii A. D.), BGU725.23 (vii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτοκί: ἐπίρρ. τοῦ ἄτοκος (σημασ. ΙΙ), ἄνευ τόκου, Δίων Κ. 58. 21.