ἀτοπέω

Greek (Liddell-Scott)

ἀτοπέω: πράττω τι ἀτόπως, τὸ ἀτοπούμενον = ἀτόπημα, Νικήτ. Χρον. 296Α.

Spanish (DGE)

delinquir κατέλαβον ... κωμάρχην ... λειποτελῆ ὄντα καὶ ἀτοποῦντα PTeb.711.5 (II a.C.), c. ac. int. τοῖς μεγάλα ἠτοπηκόσι Serap.Man.50.