ἀτράφαξις

English (LSJ)

v. ἀτράφαξυς.

German (Pape)

[Seite 388] oder ἀτράφαξυς, auch ἀδράφαξυς, Spinat, Diosc.

Greek Monolingual

η [Α ἀτράφαξις και -ξυς, (-έως)]
το φαρμακευτικό φυτό ατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplex είναι δάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα].