ἀτροπίη
English (LSJ)
ἀωρία, μεσονύκτιον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 intransigencia κρέσσων τοι σοφίη γίνεται ἀτροπίης la habilidad es preferible a la intransigencia Thgn.218
•crueldad οἷα ... πάθον ἀτροπίῃ A.R.4.387, cf. 1006, σχέτλιοι ἀτροπίης καὶ ἀνηλέες A.R.4.1047.
2 ἀτροπίη· ἀωρία. μεσονύκτιον Hsch.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
inflexibilité :
1 raideur, obstination;
2 folie.
Étymologie: ἄτροπος.
Translations
inflexibility
Catalan: inflexibilitat; French: inflexibilité; Galician: inflexibilidade; Greek: αδιαλλαξία, ακαμψία; Ancient Greek: ἀκαμψία, ἀτροπία, ἀτροπίη, τὸ ἄγναμπτον, τὸ ἀνένδοτον, τὸ ἄτεγκτον, τὸ δυσμετάτρεπτον; Italian: inflessibilità; Portuguese: inflexibilidade; Spanish: inflexibilidad