ἀφάντωσις

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάντωσις: -εως, ἡ, ἐξαφάνισις, καταστροφή, ὄλεθρος, Νικήτ. Χρον. 127C.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
desaparición δι' ὀλίγου σπινθῆρος ἡ αὐτοῦ (φωτός) ἀ. τῆς ἀνατροπῆς γενήσεται Epiph.Const.Haer.45.4.8.