= ἀπείργω, keep off, withhold, Tab.Heracl.1.131.
v. ἀπείργω.
ἀφέργω: ἀπείργω, Πίνακες Ἡρακλεωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 83.