ἀπείργω

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείργω Medium diacritics: ἀπείργω Low diacritics: απείργω Capitals: ΑΠΕΙΡΓΩ
Transliteration A: apeírgō Transliteration B: apeirgō Transliteration C: apeirgo Beta Code: a)pei/rgw

English (LSJ)

Ion. and Ep. ἀπέργω, in Hom. also ἀποέργω (i.e. ἀποϝέργω), also
A ἀπεέργει Hsch.: fut. ἀπείρξω: aor. ἀπείργαθον (q.v.); aor. also ἀπεῖρξα S.Aj.1280, Th.4.37, etc.:—Pass., pf. inf. ἀπεῖρχθαι Phld.Mus.p.19 K.:—keep away from, debar from, c. gen., ὁ δὲ Τρῶας.. αἰθούσης ἀπέεργεν Il.24.238; σφέας θυσιέων ἀπέρξαι Hdt.2.124; ἀ. πόλεως ζυγόν A.Th.471; ἐγώ σφ' ἀπείργω.. χαρᾶς S.Aj.51 (dub. sens.); οὐκ ἔστιν ὅτε ἀπείργομέν τινα.. μαθήματος ἢ θεάματος Th.2.39, cf. 3.45; νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις; do you exclude us from their benefit? Ar.V.467; δείπνου ἀ. τινά Cratin.57; ἀ. τινὰ ἀπό τινος Hdt.9.68:—Med. like Act., ἱκέτην ἀπείργεται A.Ch.569; but also, keep one's hands off, keep away from, ξένου Pl.Lg.879d.
2 keep from doing, prevent (ἀπείργω τὸν βουλόμενον ἐνεργεῖν τι, ἀνείργω τὸν ἀρξάμενον AB1331), c. acc. et inf., αὐγὰς ἀπείρξω σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν S.Aj.70, cf. E.Rh.432, Antiph.126; μὴ ποιεῖν E.Hel.1559; ἀ. τι μὴ γίγνεσθαι Pl.Lg.837d:—Pass., to be debarred from doing, ἅπτεσθαί τινος Id.Prm.148e.
3 c. acc., keep back, keep off, ward off, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ' ἀποέργει Od.3.296; ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες (sc. τοὺς πολεμίους) Pi.O.13.59; τίς ταῦτ' ἀπεῖρξεν; S.Aj.1280; νόσους ἀ. E.Ion1013: abs., ἀλλ' ἀπείργοι θεός = God forfend! S.Aj.949; ὅπου μἠ.. καῦμα ἀπείργει Pl.Ti.22e, etc.
b νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε checked them, Th.2.53, cf. Democr.259; τὴν βίαιον τροφὴν ἀ. prohibit it, Arist.Pol.1338b41:—Pass., φυγῇ ἀπειργόμενος X.HG1.4.15.
c τὸ ἀπεργμένον the old bed of the Nile laid dry by barring or damming off the river, Hdt.2.99; ὁ ἀγκὼν.. ὡς ἀπεργμένος ῥέῃ dammed off, ibid.
II part, divide, separate, ὅθι κληῒς ἀποέργει αὐ χένα τε στῆθός τε Il.8.325:—and so, bound, skirt, of seas and rivers, etc., ὁ Ἅλυς ἔνθεν μὲν Καππαδόκας ἀπέργει, ἐξ εὐωνύμου δὲ Παφλαγόνας Hdt.1.72; πρὸς βορῆν ἄνεμον ὁ Κεραμεικὸς κόλπος ἀπέργει ib.174, cf. 204, 2.99, 4.55.
2 of travellers, ἐπορεύετο ἐν ἀριστερῇ μὲν ἀπέργων Ποίτειον πόλιν κτλ. keeping Rhoeteium on the left... Id.7.43; ἐκ δεξιῆς χειρὸς τὸ Πάγγαιον ὄρος ἀ. ib.112, cf. 109, 8.35.
III shut up, confine, αἱ ἐσχατιαὶ τὴν ἄλλην χώρην ἐντὸς ἀ. Id.3.116; ἀπεργμένον ἐν τῇ ἀκροπόλει Id.1.154, cf. 5.64; ἐν τῷ ἱρῷ Id.6.79.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀφέργω TEracl.1.131
• Morfología: [ép.-jón. pres. ἀποέργει Od.3.296, ἀπέργει Hdt.1.72, part. ἀπέργων Hdt.7.43, impf. ἀπέεργεν Il.24.238; aor. ἀπέρξαι Hdt.2.124]
A tr.
I c. ac. diversos
1 c. n. de acción y pers. detener, parar μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ' ἀποέργει Od.3.296, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες (sc. τοὺς πολεμίους) Pi.O.13.59, τίς ταῦτ' ἀπεῖρξεν; S.Ai.1280, νόσους ἀ. E.Io 1013
en v. pas. de ríos ser desviado ὁ ἀγκὼν ... τοῦ Νείλου, ὡς ἀπεργμένος ῥέῃ, ἐν φυλακῇσι μεγάλῃσι ἔχεται Hdt.2.99, τὸ ἀπεργμένον cauce seco del Nilo desviado por un dique, Hdt.2.99, cf. TEracl.1.131 (Heraclea IV a.C.).
2 de n. geográficos formar el límite, servir de fronteraἍλυς ... ἔνθεν μὲν Συρίους Καππαδόκας ἀπέργει, ἐξ εὐωνύμου δὲ Παφλαγόνας Hdt.1.72, πρὸς βορῆν ἄνεμον ὁ Κεραμεικὸς κόλπος ἀπέργει Hdt.1.174, cf. 1.204, 2.99, 4.55
contener, rodear αἱ δὲ ὦν ἐσχατιαὶ ... περικληίουσαι τὴν ἄλλην χώρην καὶ ἐντὸς ἀπέργουσαι Hdt.3.116
guardar ἀπεργμένον ἐν τῇ ἀκροπόλι Hdt.1.154, cf. 5.64, ἐν τῷ ἱρῷ Hdt.6.79.
3 c. dos ac. locales separar ὅθι κληῒς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Il.8.325.
II c. ac. gener. de pers. y gen.
1 rechazar, apartar Τρῶας ... αἰθούσης Il.24.238, πόλεως ... δούλιον ζυγόν A.Th.471, ἐγώ σφ' ἀπείργω yo la desvié (la mano de Áyax), S.Ai.51, cf. D.C.41.27.2
sólo c. gen. βωμῶν E.IT 383, τῆς συμμεθέξεως τῶν χαλεπῶν Arist.EE 1245b34
en v. med. c. ac. y dat. πύλῃσι τὸν ἱκέτην ἀπείργεται aleja al suplicante de su puerta A.Ch.569
fig. πόσον δ' ἀπείργει μῆκος ἐκ γαίας δόρυ; ¿qué distancia mantiene alejado el barco de la tierra? E.Hel.1268.
2 excluir τινα ... μαθήματος Th.2.39, cf. 3.45, νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις Ar.V.467, Λάμπωνα ... δείπνου Cratin.57, σφεας θυσιέων ἀ. Hdt.2.124.
3 tener lejos, proteger τοὺς φιλίους ... ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων a los propios ... de los griegos Hdt.9.68.
III c. ac. de abstr. o inf. impedir, prohibir τὴν βίαιον τροφήν prohibir dietas severas Arist.Pol.1338b41, τὴν ... κτῆσιν Plu.2.584b
esp. c. ac. e inf. αὐγὰς ἀπείρξω σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν apartaré (sus) ojos para que no vea tu cara S.Ai.70, cf. E.Rh.432, Fr.579, Antiph.126 (cód.), AB 420
c. inf. precedido de μή no traducible μὴ θιγγάνειν E.Hel.1559, μὴ γίγνεσθαι Pl.Lg.837d, οἱ νόμοι ἀπεῖργον αὐτοὺς ἔργα μὴ πράσσειν βίαι Critias Fr.Trag.19.10
abs. ἐν ᾧ κόσμῳ μὴ νόμος ἀπείργει Democr.B 259, νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε Th.2.53, ὅπου μὴ ... καῦμα ἀποείργει allí donde el calor no impide (la vida), Pl.Ti.22e, ἀλλ' ἀπείργοι θεός ¡pero dios no lo quiera! S.Ai.949, cf. LXX 2Ma.12.40
en v. pas. mismo sent. φυγῇ ἀπειργόμενος X.HG 1.4.15.
B intr. en v. med.-pas. retraerse, tener reservas, no presentarse ante c. gen. ξένου Pl.Lg.879d
quedar libre de c. inf. ᾗ δὲ αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ, τῶν μὲν ἄλλων ἀπείργοντο ἅπτεσθαι por el hecho de (estar el Uno) en sí mismo quedaría libre del contacto con los otros Pl.Prm.148e.

German (Pape)

[Seite 284] ion. ἀπέργω, Hom. ἀποέργω, vgl. ἀποεργάθω, absondern, trennen, ὅθι κληὶς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Il. 8, 325; abhalten, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ' ἀποέργει Od. 3, 296; Τρῶας αἰθούσης ἀπέεργεν Il. 24, 238, vgl. Od. 11, 503; Iliad. 8, 213, s. Scholl. Ariston. u. Didym.; ἀποεργμένη, für ἀπεργομένη, h. Ven. 47; ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες Pind. Ol. 13, 57; τινά, Aesch. Ch. 562; τί τινος, Spt. 453; Soph. oft τινά; χαρᾶς Ai. 51; θυσιέων σφέας ἀπέρξαι Her. 2, 124; ἀπείργομέν τινα θεάματος, wir schließen ihn aus davon, Thuc. 2, 39; ἐκ δεξιῆς οὖρος ἀπέργων, den Berg zur Rechten lassend, Her. 7, 43. 110. 112; Schranken setzen, Thuc. 2, 53; öfter Xen., vgl. ἀπείργουσι Mem. 2, 1, 16. 4, 5, 6; πάντας τοῦ φιλοτιμεῖσθαι Dem. 20, 5; αὐγὰς ἀπείρξω – εἰσιδεῖν Soph. Ai. 70; vgl. Plat. Parm. 148 e; mit μή Eur. Hel. 1575; Plat. Legg. VIII, 837 d; ἀπεργμένος ἔν τινι, eingeschlossen, Her. 1, 154. 5, 64. – Med., ξένου ἀπείργοντο Plat. Legg. IX, 879 d, sich von ihm enthalten, ihn nicht anrühren. Bei B. A. 1331 wird ἀπείργω, τὸν βουλόμενον ἐνεργεῖν τι, von ἀνείργω, τὸν ἀρξάμενον, unterschieden.

French (Bailly abrégé)

I. séparer par une barrière, d'où
1 séparer (deux choses), limiter ; p. anal. laisser à sa droite ou à sa gauche ; πόλιν, οὖρος HDT une ville, une montagne;
2 enfermer;
II. tenir à l'écart de :
1 exclure : τινα θυσιέων HDT qqn des sacrifices ; μαθήματος THC de la connaissance de qch ; τινα ἀπό τινος HDT séparer des fuyards de ceux qui les poursuivent;
2 écarter, repousser : τινα qqn ; Τρῶας αἰθούσης IL les Troyens du vestibule ; τι qch ; πόλεως ἀπ. δούλιον ζυγόν ESCHL écarter de la cité le joug de la servitude ; τοῦ δραπετεύειν δεσμοῖς ἀπ. XÉN empêcher (les serviteurs) de s'enfuir en les enchaînant ; ὀμμάτων ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω τὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν SOPH je détournerai ses regards et j'empêcherai qu'il ne t'aperçoive.
Étymologie: ἀπό, εἴργω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείργω: ион. ἀπ-έργω, эп. ἀπο-έργω
1 удерживать, отстранять, препятствовать, не давать, не допускать (τινά τινος Hom., Her., Aesch., Soph., Plut. и τινὰ ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Soph., Eur., Plat.): ἀ. τοὺς πρὸς ἀνάγκην πόνους Arst. удерживать от чрезмерного труда; ἀπείργεσθαί τινος или ποιεῖν τι Plat. воздерживаться от чего-л.; οὐκ ἔστι νόμος, ὅστις ἀπείρξει τούτου Thuc. нет закона, который мог бы воспрепятствовать этому; ἀπείργοι θεός Soph. не дай бог;
2 задерживать, отгонять (λίθος κῦμ᾽ ἀποέργει Hom.);
3 отвращать, предупреждать (νόσους Eur.);
4 заключать, запирать (τινὰ ἐν τῇ ἀκροπολει Her.);
5 загораживать, отгораживать, отделять (κληῒς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Hom.): τὸ ἀπεργμένον Her. плотина;
6 (проходя) оставлять в стороне: ἐν δεξιῇ τὸν Παρνησὸν ἀ. Her. направо от себя оставлять Парнас.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείργω: Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀπέργω, παρ’ Όμ. δὲ καὶ ἀποέργω (ὅ ε. ἀποFέργω): μέλλ. ἀπείρξω: ἀόρ. β΄ ἀπείργαθον (ὃ ἴδε)· ὡσαύτως, ἀόρ α΄ ἀπεῖρξα Σοφ. Αἴ. 1280, Θουκ 4. 37, κτλ.· ἀπομακρύνω, δὲν ἀφίνω τινὰ νὰ πλησιάσῃ, μετὰ γεν., ὁ δὲ Τρῶας… αἰθούσης ἀπέεργεν Ἰλ. Ω. 238· σφέας θυσιέων ἀπέρξαι Ἡρόδ. 2. 124· ἀπ. πόλεως ζυγὸν Αἰσχ. Θ. 471· ἐγώ σφ’ ἀπείργω… χαρᾶς Σοφ. Αἴ. 51· καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος Θουκ. 2. 39, πρβλ. 3. 45· νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις; ἀπολείεις ἡμᾶς ἐκ τῶν εὐεργετημάτων τῶν νόμων; Ἀριστοφ. Σφ. 467· οὕτω, δείπνου ἀπ. τινά Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 1· ὡσαύτως, ἀπ. τινὰ ἀπό τινος Ἡρόδ. 9. 68. ― Μέσ., ἀπέρχομαι ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 879D. 2) ἀποκωλύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, ἐμποδίζω, προλαμβάνω· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., ἀπ. τινά ποιεῖν Σοφ. Αἴ. 70, Εὐρ. Ρῆσ. 432· ἢ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἑλ. 1559· ἀπ. τι μὴ γίγνεσθαι Πλάτ. Νόμ. 837D. ― Παθ., ἀποκωλύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράξω τι· ἅπτεσθαί τινος ὁ αὐτ. Παρμεν. 148Ε. 3) μετ’ αἰτ., παρεμποδίζω, κωλύω, ἀποκρούω· μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ’ ἀποέργει Ὀδ. Γ. 295· τίς ταῦτ’ ἀπεῖρξεν; Σοφ. Αἴ 1280· νόσους ἀπ. Εὐρ. Ἴων 1013· ― οὕτως ἀπολ., ἀλλ’ ἀπείργοι θεός, ἀλλ’ ὁ θεὸς νὰ μᾶς φυλάξῃ, Σοφ. Αἴ. 949· ὅπου μὴ… καῦμα ἀπείργει Πλάτ. Τίμ. 22Ε, κτλ. β) νόμος οὐδεὶς ἀπ., παρακωλύει, ἀναχαιτίζει. Θουκ. 2. 53· τὴν βίαιον τροφὴν ἀπ., ἀπαγορεύειν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 7. ― Παθ., φυγῇ ἀπειργόμενος Ξεν. Ἑλλ. 1. 4. 15. γ) ἐν Ἡροδ. 2. 99. το ἀπεργμένον εἶναι ἡ παλαιὰ κοίτη τοῦ Νείλου ἀποξηρανθεῖσα διὰ τῆς ἀποφράξεως τοῦ ποταμοῦ πρὸς διοχέτευσιν τῶν ὑδάτων εἰς ἄλλα μέρη· ὅθεν ἡ ἀνωτέρω

English (Slater)

ἀπείργω repel, oppose τοὶ μὲν Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες (O. 13.60)

Greek Monolingual

ἀπείργω (Α) είργω
1. απομακρύνω, αποδιώκω, αποκλείω κάποιον
2. μέσ. απέρχομαι, απομακρύνομαι
3. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι
4. αποκρούω, αναχαιτίζω, παρακωλύω
5. γίνομαι εμπόδιο, αποφράζω
6. χωρίζω, χρησιμεύω ως όριο, περιβάλλω
7. (για οδοιπόρους) έχω «ἐπ' ἀριστερῇ μὲν ἀπέργων Ροίτειον», Ηρόδοτος)
8. κατακλείω, περιορίζω
9. (το ουδ. μτχ. πρκμ. ως ουσ.) τὸ ἀπεργμένον
η παλιά κοίτη του Νείλου, που αποξηράνθηκε με την απόφραξη του ποταμού προς διοχέτευση των υδάτων σε άλλα μέρη
10. φρ. «ἀλλ' ἀπείργοι θεός» — ο Θεός να μας φυλάει.

Greek Monotonic

ἀπείργω: Ιων. ἀπ-έργω, στον Όμηρ. επίσης ἀπο-έργω· μέλ. ἀπείρξω, αόρ. αʹ ἀπεῖρξα, σε Σοφ.· πρβλ. το προηγ.
I. 1. κρατώ κάτι ή κάποιον μακριά, απομακρύνω, φράζω το δρόμο σε, παρεμβάλλω προσκόμματα σε, τινά τινος, σε Όμηρ., Αττ.· τινὰ ἀπό τινος, σε Ηρόδ.
2. αποτρέπω κάποιον από το να κάνει κάτι, εμποδίζω, παρακωλύω, με αιτ. και απαρ., ἀπείργω τινὰ ποιεῖν ή μὴ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Ευρ.
3. με αιτ., κρατώ σε απόσταση, αποκρούω, παρεμποδίζω, παραμερίζω, προφυλάσσω από, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., ἀλλ' ἀπείργοι θεός, ο θεός ας μας προφυλάξει! σε Σοφ.· νόμος οὐδεὶς ἀπείργει, κανένας νόμος δεν εμποδίζει, σε Θουκ.· λέγεται για τον Νείλο, ἀπεργμένος, ο ποταμός του οποίου η παλαιά κοίτη είτε αποξηράνθηκε είτε εμποδίστηκε η ροή των υδάτων της με τη δημιουργία φράγματος και την παροχέτευσή τους σε διαφορετική ροή, σε Ηρόδ.
II. 1. διαμερίζω, διαιρώ, διαχωρίζω· κληῒς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε, σε Ομήρ. Ιλ.· και συνεκδοχικά, ορίζω, οριοθετώ, περιβάλλω, περικλείω, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για οδοιπόρους, ταξιδιώτες, ἐνἀριστερῇ ἀπέργων ῥοίτειον, έχοντας στα αριστερά του το Ροίτειο, στον ίδ.
III. κλείνω ερμητικά, περιορίζω, στον ίδ.

Middle Liddell

I. to keep away from, debar from, τινά τινος Hom., Attic; τινὰ ἀπό τινος Hdt.
2. to keep from doing, prevent, hinder, c. acc. et inf., ἀπ. τινὰ ποιεῖν or μὴ ποιεῖν τι Soph., Eur.
3. c. acc. to keep back, keep off, ward off, Od., Soph., etc.; absol., ἀλλ' ἀπείργοι θεός heaven forfend! Soph.: νόμος οὐδεὶς ἀπ. no law debars, Thuc.: of the Nile, ἀπεργμένος barred or shut off from its old channel, Hdt.
II. to part, divide, separate, κληῒς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Il.:—and so to bound, Hdt.
2. of persons travelling, ἐν ἀριστερῆι ἀπέργων ῥοίτειον keeping Rhoeteium on the left, Hdt.
III. to shut up, confine, Hdt.