ἀφεστήρ

English (LSJ)

ἀφεστῆρος, ὁ, at Cnidus, president of the βουλή, GDI3505.19, Plu.2.292a.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
presidente de la βουλή de los cnidios o senado de sesenta ἀμνήμονες BMus.Inscr.4.788.18 (Cnido), Plu.2.292a.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
officier qui recueillait les votes, à Cnide.
Étymologie: ἀφί(στ)ημι ?

Russian (Dvoretsky)

ἀφεστήρ: ῆρος ὁ афестер (в Книдосе - лицо, проводившее голосование в государственном совете) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ προεδρεύων ἄρχων ἐν τῇ βουλῇ τῆς Κνίδου, Ἐπιγρ. Κνίδ. 3505. 7, Πλούτ. 2. 292Α· πρβλ. ἀποστατήρ.

Greek Monolingual

ἀφεστήρ, ο (Α)
ο πρόεδρος της βουλής στην Κνίδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + έζομαι «βάζω τον εαυτό μου να καθίσει»].