ἀποστατήρ

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰτήρ Medium diacritics: ἀποστατήρ Low diacritics: αποστατήρ Capitals: ΑΠΟΣΤΑΤΗΡ
Transliteration A: apostatḗr Transliteration B: apostatēr Transliteration C: apostatir Beta Code: a)postath/r

English (LSJ)

ἀποστατῆρος, ὁ,
A one who has power to dissolve an assembly, or to decide a question, Lex Lyc. ap. Plu.Lyc.6; cf. ἀφίστημι.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
capacitado para aplazar una decisión o levantar una reunión, ἀρχαγέτας ἀποστατῆρας ἦμεν Ley en Plu.Lyc.6.

German (Pape)

[Seite 326] ῆρος, ὁ, der von etwas abfällt, Plut. Lyc. 6 aus Lykurg's Gesetzen erkl. es μὴ κυροῦν ἀλλ' ὅλως ἀφίστασθαι.

French (Bailly abrégé)

1ῆρος (ὁ) :
1 esclave fugitif;
2 rebelle, traître.
Étymologie: ἀφίστημι.
2ῆρος (ὁ) :
qui a pouvoir de dissoudre une assemblée, de décider sur une question.
Étymologie: ἀφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστᾰτήρ: ῆρος ὁ Plut. = ἀποστάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰτήρ: ὁ, ὁ ἔχων ἐξουσίαν νὰ διαλύσῃ ἐκκλησίαν, Νόμ. Λυκούργ. παρὰ Πλουτ. ἐν Λυκούργ. 6· πρβλ. ἀφίστασθαι: - ἀφετήρ (ὅ ἴδε) εἶναι ἐν χρήσει ὀλίγον διαφόρως.

Greek Monotonic

ἀποστᾰτήρ: -ῆρος, ὁ (ἀφίστημι), αυτός που έχει την εξουσία να διαλύσει την εκκλησία του δήμου, Λυκούργ. παρά Πλούτ.

Middle Liddell

ἀφίστημι
one who has power to dissolve an assembly, Lycurg. ap. Plut.