3sg. opt. pf. of ἀφίστημι.
ἀφεστήξω v. ἀφίστημι.
ἀφεσταίη: эп. 3 л. sing. opt. к ἀφίστημι.
ἀφεσταίη: γ' ἑν. εὐκτ. πρκμ. συγκεκομμ. τοῦ ἀφίστημι.
ἀφεσταίη: γʹ ενικ. ευκτ. παρακ. του ἀφ-ίστημι.