ἀφεσταίη

English (LSJ)

3sg. opt. pf. of ἀφίστημι.

Spanish (DGE)

ἀφεστήξω v. ἀφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεσταίη: эп. 3 л. sing. opt. к ἀφίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεσταίη: γ' ἑν. εὐκτ. πρκμ. συγκεκομμ. τοῦ ἀφίστημι.

Greek Monotonic

ἀφεσταίη: γʹ ενικ. ευκτ. παρακ. του ἀφ-ίστημι.