ἀφεῖλον

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. de ἀφαιρέω.

Greek Monotonic

ἀφεῖλον: αόρ. βʹ του ἀφαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεῖλον: aor. 2 к ἀφαιρέω.