ἀφηλικία
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηλικία: ἡ, παρὰ Βασιλ. (τ. 3. σ. 502C) ἐπὶ τῆς παιδικῆς ἢ τῆς ἀνήβου ἡλικίας, πρβλ. Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8. 30: - οὕτως ἀφηλικιότης, ητος, ἡ, Εὐστ. 1282. 24· - καὶ ἀφηλικίωσις, ἡ, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
niñez, minoría de edad, εἶτα τὸν σὸν παῖδα ἐν τῇ ἀφηλικίᾳ καταλείψεις Basil.M.31.1449A.