ἀφιλοξενία
Spanish (DGE)
ἀφιλοξενία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφιλοξενίη Orac.Sib.8.304
falta de hospitalidad τῆς ἀφιλοξενίης ταύτην δείξουσι τράπεζαν Orac.Sib.l.c., ἀπορρίψαντες ἀφ' ἑαυτῶν ... ἀφιλοξενίαν 1Ep.Clem.35.5.
Translations
inhospitality
German: Ungastlichkeit, Unwirtlichkeit; Greek: αξενία, αφιλοξενία; Ancient Greek: ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀξενία, ἀφιλοξενία, ἀφιλοξενίη, κακοξενία, τὸ ἄμικτον; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: inospitalità; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: inhospitalidad