ἀφρέω

English (LSJ)

(ἀφρός)
A foam, Hp.Morb.Sacr.7, etc.
II c. acc., befoam, cover with foam, ἵπποι ἄφρεον στήθεα (disyll.) Il.11.282.

Spanish (DGE)

1 tr. cubrir de espuma ἵπποι ἄφρεον στήθεα Il.11.282.
2 intr. echar espuma Hp.Morb.Sacr.7.10
espumear ἄφρεεν ὕδωρ πορφύρεον A.R.1.1327, cf. Nonn.D.3.30; cf. ἀφριάω, ἀφρίζω.

German (Pape)

[Seite 414] schäumen, ἵπποι ἄφρεον στήθεα, schäumten an der Brust, Il. 11, 282.

French (Bailly abrégé)

ἀφρῶ :
seul. prés. et impf.
être couvert d'écume.
Étymologie: ἀφρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρέω: пениться, покрываться или быть покрытым пеной (ἵπποι ἄφρεον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρέω: (ἀφρὸς) ἀφρίζω, ἀφροὺς ἐκβάλλω, Ἱππ. 305. 47, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., καλύπτω μὲ ἀφροὺς, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πληροῦμαι ἀφροῦ», ἵπποι ἄφρεον στήθεα (ἔνθα εἶναι δισύλλαβ.) Ἰλ. Λ. 282.

English (Autenrieth)

(ἀφρός): foam; only ipf. ἄφρεον δὲ στήθεα (sc. ἵπποι), ‘their breasts were covered with foam,’ Il. 11.282†.

Greek Monotonic

ἀφρέω: μέλ. -ήσω (ἀφρός), αφρίζω, καλύπτω με αφρό, ἵπποι ἄφρεον στήθεα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀφρός
to befoam, cover with foam, ἵπποι ἄφρεον στήθεα Il.