ἀφρισμός

English (LSJ)

ὁ, (ἀφρίζω) foaming, Archig. ap. Philum.Ven.14.3, Paul. Aeg.3.13, Sch.Il.9.539.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
formación de espuma Sch.Er.Il.15.607a, Sch.Hes.Th.191a, Archig. en Philum.Ven.14.3.

German (Pape)

[Seite 415] ὁ, das Schäumen, Schol. Il. 15, 607.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρισμός: ὁ, (ἀφρίζω) τὸ ἀφρίζειν, Ἐπιφάν., διάφ. γραφ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 475.

Greek Monolingual

ο και άφρισμα, το (Μ ἀφρισμός)
δημιουργία, παραγωγή αφρών.