ἀφυγιασμός

English (LSJ)

ὁ, healing, Iamb.VP15.64 (pl.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
curación σωματικῶν τε καὶ ψυχικῶν ... ἀφυγιασμοί Iambl.VP 64.

German (Pape)

[Seite 415] die Heilung, Iambl. Pyth. 64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῠγιασμός: -οῦ, ὁ, θεραπεία, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 64.