ἀψίνθινος

English (LSJ)

η, ον, flavoured with wormwood, ἔλαιον Alex.Trall.1.15.

Spanish (DGE)

-ον de ajenjo, ἔλαιον Alex.Trall.1.551.6.

Greek Monolingual

ἀψίνθινος, -ον (Μ) άψινθος
εκείνος που παρασκευάζεται με αψιθιά.