ἀωσφόρος

German (Pape)

[Seite 422] dor. für ἠώς, ἕως, ἑωσφόρος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἑωσφόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀωσφόρος: (ᾱ) ὁ дор. = ἑωσφόρος.