ἑωσφόρος

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source

German (Pape)

[Seite 1135] dor. ἀωσφόρος, Pind. I. 3, 42, den Morgen bringend, ὁ ἑωσφόρος, der Morgenstern, luciter, Il. 23, 226; Hes. Th. 381; Plat. Tim. 38 d u. A. [bei Hom. per synizesin dreisylbig].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
l'étoile du matin ou Vénus, lat. Lucifer litt. qui amène l'aurore.
Étymologie: ἕως¹, φέρω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἑωσφόρος και δωρ. τ. ἀωσφόρος)
1. αυτός που φέρνει, που προαναγγέλλει την αυγή
2. ως κύρ. όν. ο Εωσφόρος
α) ο πλανήτης Αφροδίτη, όταν ανατέλλει, το άστρο της αυγής, ο Αυγερινός, σε αντιδιαστολή προς τον Έσπερο ή Αποσπερίτη, που είναι ο ίδιος πλανήτης κατά τη δύση του
β) ο αρχηγός τών αγγέλων που εξέπεσαν, τών δαιμόνων, ο σατανάς, ο Βεελζεβούλ
νεοελλ.
συνεκδ. ο υπερβολικά υπερήφανος, ο αλαζόνας
μσν.
αυτός που έχει σατανική πονηρία
αρχ.
(για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή) ο πρόδρομος, ο προάγγελος του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) «αυγή» + -φορος (< φέρω). Εωσφόρος στη χριστιανική θρησκεία είναι το όνομα του διαβόλου, όχι βέβαια γιατί φέρει την αυγή, αλλά γιατί δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο «εκπεπτωκώς άγγελος» προ της πτώσεώς του].

Russian (Dvoretsky)

ἑωσφόρος: ὁ (sc. ἀστήρ; лат. Lucifer) (у Hom. трехсложно) утренняя звезда, т. е. планета Венера Hes., Plat., Plut.: ἦμος δ᾽ ἑ. εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν Hom. (в час же), когда утренняя звезда встает, чтобы возвестить земле рассвет.

Mantoulidis Etymological

(=τό ἄστρο τῆς αὐγῆς, Αὐγερινός). Ἀπό τό Ἕως (=αὐγή) + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ζ {{ |=Ζῆτα }}