ἀϊθαλής

English (LSJ)

[ᾱῐ-], ές, = ἀειθαλής, Orph.H.8.13.

Spanish (DGE)

(ἀϊθᾰλής) v. ἀειθαλής.

German (Pape)

[Seite 53] ές, Orph., öfter für ἀειθαλής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊθᾰλής: [ᾱῐ-], ές, = ἀειθαλής, Ὀρφ. Ὕ. 8. 13.