ἁβρά

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρά: «τρυφερά, μαλακά», Ἡσύχ. Ἴδε ἁβρός.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρά: adv. Anacr., Anth. = ἁβρῶς.

Spanish

delicadamente