Doric for ἡγήτωρ.
[Seite 14] ὁ, dor. für ἡγ., z. B. Eur. Med. 416.
dor. c. ἡγήτωρ.
ἁγήτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἡγήτωρ.
ἁγήτωρ: ορος ὁ дор. = ἡγήτωρ.