ἁλίσπαρτος
English (LSJ)
ον, sown with salt or sprinkled with salt, Eust. 1827.61, Hsch., EM 65.12.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 de la tierra sembrada con sal c. el fin de hacerla improductiva χώρα Herenn.Phil.Sign.11, χωρίον Phryn.PS.Fr.153, Hsch., EM α 864
•de ahí fig. improductivo, inservible aplicado cóm. a enfermos incurables Com.Adesp.218, cf. Herenn.Phil.Sign.11, Phryn.PS.Fr.153, Phot.α 969.
2 subst. τὸ ἁλίσπαρτον = harina Phryn.PS.Fr.153, Hsch., EM α 864.
German (Pape)
[Seite 98] mit Salz bestreut, Sp.; vom Fleisch, nach E. G. ἁλίσπαστον.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίσπαρτος: -ον, ὁ ἐσπαρμένος ἢ πεπασμένος δι’ ἅλατος, Εὐστ. 1827. 61, Ἡσύχ. Ἐτυμ. Μ.
Greek Monolingual
ἁλίσπαρτος, -ον (AM)
αυτός που είναι σπαρμένος, πασπαλισμένος με αλάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + σπαρτός < σπείρω.