improductivo
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Spanish > Greek
ἀχύρμιος, ἄφορος, ἄκαρπος, ἄπορος, ἀγωνόφορος, ἀπρόσοδος, ἀχάριστος, ἀργός, ἄπρακτος, ἄγονος, ἀβλαστής, ἀχρημάτιστος, ἁλίσπαρτος