ἁλιπορφυρίς

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιπορφυρίς: -ίδος, ἡ εἶδος πτηνοῦ, ἴσως = πορφυρίς, Ἴβυκ. 7· πρβλ. ἁλιπόρφυρος ὄρνις, Ἁλκμὰν 12 (26).