ἁλμάω

English (LSJ)

become mildewed, cj. in Thphr. HP 7.5.4, 8.10.1, CP6.10.5.

Spanish (DGE)

1 cubrirse de manchas blancuzcas, enmohecerse por plagas del campo ὅσα γὰρ ἁλμᾷ νοσηματικῶς ὥσπερ ἡ ῥοδωνία Thphr.CP 6.10.5, κορίανον δὲ ἁλμᾷ Thphr.HP 7.5.4, cf. 8.10.1.
2 ser aperitivo (por ser salado) ἢ ἁλμῶσιν ἢ παραστύφουσιν τὰς ὀρέξεις Gr.Nyss.M.46.185B, cf. M.45.153A.

German (Pape)

[Seite 107] Sp., salzig sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμάω: εἶμαι ἢ γίνομαι ἁλμυρός˙ (πρβλ. ἅλμη ΙΙ), Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 10, 1 (ἔνθα ἴδε Wimmer σελ. 289), ὁ αὐτὸς περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 10, 5.