ἁλουργικός

English (LSJ)

ἁλουργική, ἁλουργικόν, = ἁλουργής, AB379, Phot.

German (Pape)

[Seite 109] purpurn, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλουργικός: -ή, -όν, πορφυροβαφής, «ἁλουργικά, τὰ πορφυροβαφῆ νήματα καὶ λεπτά», Α. Β. 379.

Greek Monolingual

ἁλουργικός, -ή, -όν (Μ) ἁλουργός
ο ἁλουργής.