ἡ, salting, Ptol.Tetr.181.
ἁλυκεία: ἡ, ἁλάτισμα, ἅλμευσις, Πτολ. Τετρ. 181.
ἁλυκεία, η (Α) ἁλυκόςαλάτισμα, πάστωμα.