ἁλυκώδης
English (LSJ)
ἁλυκῶδες, like salt, saltish, γλῶσσα Hp.Acut.(Sp.)2; φλοιός Thphr. HP 9.11.2 (ubi ἁλικώδης).
German (Pape)
Spanish (DGE)
-ες
de aspecto salino, blancuzco, γλῶσσα Hp.Acut.(Sp.) 2, φλοιός Thphr.HP 9.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἅλας, ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 (ἔνθα ἁλικώδης διὰ τοῦ ι).
Greek Monolingual
ἁλυκώδης, -ες (Α) ἁλυκός
αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος.