ἁλωνοτριβέω
English (LSJ)
A = ἁλωνεύομαι, Suid. S.V. ἁλωνία.
II beat on a threshing-floor, Longus 3.29.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 113] auf der Tenne ausdreschen, Long. 3, 29 πυρούς.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωνοτριβέω: τρίβω ἐν τῷ ἁλωνίῳ, Λόγγος 3. 29.