ἁλώμεναι

English (LSJ)

Ep. for ἁλῶναι, v. sub ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

v. ἁλίσκομαι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἁλίσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλώμεναι: Ἐπ. ἀντὶ ἁλῶναι, ἴδε ἐν λ. ἁλίσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁλώμεναι: эп. = ἁλῶναι.