ἁλώῃ

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sbj. de ἁλίσκομαι.

English (Autenrieth)

see ἁλίσκομαι.

Greek Monotonic

ἁλώῃ:I. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἁλίσκομαι.
II. αλλά ἁλῴη, ευκτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλώῃ: эп. 3 л. sing. conjct. aor. к ἁλίσκομαι.