ἁπαλυσμός

English (LSJ)

ὁ, making plump, Hp.Art.50.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ engorde Hp.Art.50.

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, das Erweichen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλυσμός: ὁ, πάχυνσις, Ἱππ.. π. Ἄρθρ. 817.

Greek Monolingual

ἁπαλυσμός, ο (Α)
η πάχυνση.