πάχυνση

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

η / πάχυνσις, ΝΑ παχύνω
αύξηση του πάχους ή της πυκνότητας
αρχ.
(για βρασμένα αβγά) σκλήρυνση, πήξη.