ἁπλωτικός
English (LSJ)
ἁπλωτική, ἁπλωτικόν, simplifying, c.gen., ib.39.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
simplificador, ἕνωσις Dion.Ar.CH M.3.121B, cf. M.3.272D.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλωτικός: -ή, -όν, ὁ ἁπλοποιῶν, ἁπλωτικήν ἔνωσιν Διον. Ἀρεοπ. Οὐρ. Ἱερ. 1. 2.