ἁρμονίζω
English (LSJ)
frame, in Pass., μεμνημένος.. ἐξ οἵης ἡρμόνισαι (prob. for -ισας) καλάμης AP7.472.16 (Leon.).
Greek Monolingual
(Α ἁρμονίζω) αρμονία
εναρμονίζω
αρχ.
συναρμολογώ.
frame, in Pass., μεμνημένος.. ἐξ οἵης ἡρμόνισαι (prob. for -ισας) καλάμης AP7.472.16 (Leon.).
(Α ἁρμονίζω) αρμονία
εναρμονίζω
αρχ.
συναρμολογώ.