αρμονία
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
η (AM ἁρμονία)
1. συμμετρία ή συμμετρική διάταξη πραγμάτων σ' ένα σύνολο
2. η ομόνοια στις σχέσεις των ανθρώπων, η ευταξία
3. η ορθή αναλογία, η συμμετρική διάταξη
4. η ηχητική αρμονία
αρχ.-μσν.
άρθρωση του σώματος
αρχ.
1. μέσο για συναρμολόγηση
2. σύνδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. η οποία ήδη από τους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην τεχνική ορολογία (ανατομία, μουσική, οικοδομική, ξυλουργική), διευρύνθηκε δε σημασιολογικά στη Νεοελληνική. Το αφηρημένο ουσ. αρμονία προϋποθέτει για τον σχηματισμό του το επίθ. άρμων (+ κατάλ. -ία), που μαρτυρείται μόνο ως κύριο όνομα (Άρμων), ως β' συνθετικό (βητάρμων) και πιθ. στη «γλώσσα» του Ησύχ. (αρμόσυνοι). Ετυμολογικά θεωρείται ότι ανάγεται στη ρίζα αr-(«συνάπτω, συναρμόζω» — πρβλ. αραρίσκω) + (επίθημα) -men- / -mon-. Ο τ. αρμονία εισάχθηκε μέσω του λατ. harmonia σε άλλες σύγχρονες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. harmony, γαλλ. harmonie, γερμ. Harmonie.
ΠΑΡ. αρμονίζω, αρμονικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρμονιομετρία, δυσαρμονία].