ἁρπακτήριος
English (LSJ)
ἁρπακτήριον, = ἁρπακτικός, Lyc.157.
Spanish (DGE)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπακτήριος: -ον, = ἁρπακτικός, Λυκόφρ. 157.
Greek Monolingual
ἁρπακτήριος, -α, -ον (Α)
αρπακτικός.
ἁρπακτήριον, = ἁρπακτικός, Lyc.157.
ἁρπακτήριος: -ον, = ἁρπακτικός, Λυκόφρ. 157.
ἁρπακτήριος, -α, -ον (Α)
αρπακτικός.