αρπακτικός

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

και -χτικός, -ή, -ό (AM ἁρπακτικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την τάση για αρπαγή, που παίρνει γρήγορα και ορμητικά κάτι ξένο
αρχ.
«ἁρπακτικὸς πυρός» — αυτός που αρπάζει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος.