ἄβρωτος

English (LSJ)

ἄβρωτον, (βιβρώσκω)
A uneatable, not good for food, κρέα Ctes.Fr.57.26, cf. Arist.HA618a1, Phanias Hist.34, Thphr. HP 3.12.2; ὀστᾶ Men.129.
2 not eaten, Nic.Fr.74.44; οὐθὲν ἄ. περιλείποντες Porph.Abst.2.27:—of wood, not eaten by worms, Thphr. HP 5.1.2.
II of persons, without eating, S.Fr.967; ἄ., ἄποτος Charito 6.3.

Spanish (DGE)

-ον
1 no comido ἄβρωτον ... κνώπεσσι Nic.Fr.74.44, οὐδὲν ἄ. περιλείποντες Porph.Abst.2.27
de la madera no carcomida Thphr.HP 5.1.2
de los dientes no cariado μύλαι Cyran.1.1.70
pero prob. no desgastado ξηρίον ὀδόντων λευκῶν καὶ ἀβρώτων polvo para dientes blancos y no desgastados e.e. para blanquear y que no se desgasten, PRain.Med.7.1 (IV d.C.).
2 que no se come o no se puede comer, incomible κρέα Ctes.45 (p.506), de peces, Arist.HA 618a1, τὴν ὀσφῦν ἄκραν καὶ τὴν χολήν, ὅτι ἔστ' ἄβρωτα Men.Dysc.452, cf. Phain.46, Thphr.HP 3.12.2, LXX Pr.24.22e.
3 que no come, que ayuna de pers. S.Fr.967, ἄ., ἄποτος Charito 6.3.9, cf. Poll.6.39, Sch.Luc.Halc.p.407G.

German (Pape)

[Seite 5] 1) ungegessen. ἕντερα Aenigm. 20 (XIV. 57); ἄβ. πρότερον καὶ ἄγευστον, was früher nicht gegessen wurde, Plut. Hymp. 8, 9, 3; – nicht zu essen, όστᾶ Men. Ath. IV, 146 e; ἰχθὺν ἄβρωτον ποιεῖ Plut. praec. conj. 5; Epict. 3, 21, 2 u. a Sp. – 2) der nicht gegessen hat, Soph. frg. bei Poll. 6, 39 (νῆστις); Charit. 6, 39

Greek (Liddell-Scott)

ἄβρωτος: -ον, (βιβρώσκω) ὁ μὴ ἐπιτήδειος εἰς βρῶσιν, ἀκατάλληλος πρὸς τροφὴν Κτησ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 49. 7. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 28, 1, καὶ ἄλλ., ὀστᾶ. Μεν. Δύσκ. 3: ― περὶ ξύλου: μὴ βλαπτομένου ὑπὸ σκωλήκων Θεόφρ. Ἱ. Φ. 5. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ φαγών: ἄβρ., ἄποτος, Χαρίτων 6. 3 τέλ. πρβλ. ἀβρώς.

Russian (Dvoretsky)

ἄβρωτος: негодный в пищу, несъедобный Arst., Men., Plut., Anth.