ἀκατάλληλος
English (LSJ)
ἀκατάλληλον, not fitting together, incongruous, τόποι Plb.6.42.3, cf. Arist.Mu.397b31, Arr.Epict.2.11.8; unsuitable, Ruf.Fr.62; inconsequent, Phld.Po.1676.8:—esp. Gramm., ungrammatical, ἐνθύμημα D.H.Dem.27; lacking in concord, A.D.Synt.30.5, al. Adv. ἀκαταλλήλως = ungrammatically, λόγος ἀκαταλλήλως συντεταγμένος Diog. Bab.Stoic.3.214; ἀκαταλλήλως κείμενα A.D.Synt.89.18; generally, incongruously, Porph.Abst.2.40:—also in Law, not in conformity with regulations, χρηματίζειν, πρᾶξαι, PGnom.117,106 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1incoherente ἀσθενὴς καὶ ἀ. Arist.Mu.397b31, cf. Arr.Epict.2.11.8
•inconsecuente op. συνέχων ‘coherente’, Phld.Po.C 19.10.
2 inadecuado, inconveniente τόποι Plb.6.42.3, cf. Ruf.Fr.62, ἀκαταλλήλαις ὥραις PIand.112.7 (II/III d.C.).
II gram.
1 gramaticalmente incorrecto ἐνθύμημα D.H.Dem.27.2.
2 que no concuerda, falto de concordancia A.D.Synt.30.5, Anon.Sol.181.22.
III adv. ἀκαταλλήλως
1 incoherentemente Porph.Abst.2.40.
2 de manera contraria a las normas reglamentarias πρᾶξαι PGnom.37, cf. 42 (II d.C.).
3 gram. de forma gramaticalmente incorrecta λόγος ἀκαταλλήλως συντεταγμένος Diog.Bab.Stoic.3.214
•en forma no concordante, con anacoluto ἀκαταλλήλως κείμενα A.D.Synt.89.18, cf. Anon.Sol.186.19.
German (Pape)
nicht zusammen passend, Arist. mund. 6; ungehörig, inconcinn, Gramm. Ebenso adv.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάλληλος: несвязный; несогласованный, неупорядоченный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάλληλος: -ον, ἀνάρμοστος, ἀσύμφωνος, ἑτερογενής. Ἀριστ. Κόσμ. 6, 6. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 27, κτλ. - Ἐπίρρ. -ως, Διογ. Λ. 7. 59: - οὐσιαστ. ἀκαταλληλότης, ητος, ἡ, ἢ ἀκαταλληλία, ἡ, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 194 καὶ 199.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάλληλος, -ον)
αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος
«ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» — ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να διαβαστεί, είτε λόγω ηλικίας τών θεατών ή αναγνωστών είτε γιατί το περιεχόμενο του αντίκειται στον ηθικό και νομικό κώδικα της κοινωνίας
αρχ.
ο σόλοικος, αυτός που περιέχει συντακτικό σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κατάλληλος.
ΠΑΡ. ἀκαταλληλία, νεοελλ. ακαταλληλότητα].
Translations
incoherent
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: 不连贯的; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: incohérent, décousu; Galician: incoherente; German: inkohärent, unzusammenhängend, unlogisch, unvereinbar; Greek: ασυνάρτητος; Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης; Italian: incoerente, sconclusionato; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: incoerente; Russian: бессвязный, несвязный; Spanish: incoherente, inconexo, deshilvanado, descosido; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol