ἄγδην

English (LSJ)

Adv. (ἄγω) by carrying, ἄγδην σύρειν Luc.Lex.10.

Spanish (DGE)

adv. a rastras ἐγτυγχάνω ... ἀρρητοποιοῖς Δεινίαν σύρουσιν ἄγδην Luc.Lex.10.
• Etimología: Cf. ἄγω.

German (Pape)

[Seite 11] (ἄγε, f. ἄγω), σύρουσι Δεινίαν ἐπὶ τὴν ἀρχήν Luc. Lexiph. 10, vor Gericht führen, schleppen; ein juristischer Ausdruck, wie es scheint.

French (Bailly abrégé)

adv.
en poussant.
Étymologie: ἄγω, -δην.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγδην: Ἐπίρρ. (ἄγω) συρτά, «σβαρνιχτά», Δεινίαν σύρουσιν ἄγδην ἐπὶ τὴν ἀρχήν, Λουκ. Λεξιφ. 10

Russian (Dvoretsky)

ἄγδην: adv. волоком, силой (σύρειν τινὰ ἐπὶ τὴν ἀρχήν Luc.).